- σκεύεα
- σκεύ̱εα , σκεῦοςvessel: neut nom /voc /acc pl (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
σκεύεα — σκεύ̱εα , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek